εντεροειδης

εντεροειδης
    ἐντεροειδής
    ἐντερο-ειδής
    2
    имеющий форму кишок
    

(κοιλία Arst.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "εντεροειδης" в других словарях:

  • ἐντεροειδής — like intestines masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εντεροειδής — ές (Α ἐντεροειδής, ές) όμοιος με έντερο …   Dictionary of Greek

  • ἐντεροειδῆ — ἐντεροειδής like intestines neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἐντεροειδής like intestines masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἐντεροειδής like intestines masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ειδής — ές (είδος*) β συνθετικό επιθέτων και απλή παραγωγική κατάληξη, που δηλώνει ότι το ουσιαστικό το οποίο προσδιορίζεται από το επίθετο έχει τη μορφή που δηλώνει το α συνθετικό. Εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό σύνθετων λέξεων στη Νέα Ελληνική, έναντι… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»